παρακάνω — παρακάνω, παράκανα βλ. πίν. 164 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρακάνω — παραέκαμα και παράκαμα, παρακαμωμένος 1. κάνω κάτι πέρα από όσο επιτρέπεται: Το παράκαμες με τα αστεία σου κι έγινες ενοχλητικός. 2. η μετοχή παρακαμωμένος, ο πολύ ώριμος, ο παραωριμασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραξεκοντακιάζω — 1. υπερβαίνω τα επιτρεπόμενα όρια 2. φρ. «τό παραξεκοντακιάζω» τό παρακάνω, τό παραξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ξεκοντακιάζω «ωθώ τα πράγματα πέρα από τα επιτρεπτά όρια, τό παρακάνω»] … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
ξεκοντακιάζω — κάνω κάτι μέχρι το σημείο που δεν είναι ανεκτό, ωθώ τα πράγματα πέρα από τα όρια ανοχής, τό παρακάνω («είπαμε να διασκεδάσεις μα εσύ τό ξεκοντάκιασες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κοντάκι(ον) «πλήγμα με κοντάκιο όπλου»] … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παραείμαι — είμαι κάτι περισσότερο από όσο πρέπει, έχω μια ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό, τό παρακάνω («παραείμαι σπάταλος») … Dictionary of Greek
παραμεθώ — άω μεθώ πάρα πολύ, κάνω υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, τό παρακάνω στο μεθύσι … Dictionary of Greek
παραξηλώνω — 1. ξηλώνω κάτι πάρα πολύ 2. φρ. «τό παραξηλώνω» ξεπερνώ τα όρια, τό παρακάνω, κάνω κατάχρηση … Dictionary of Greek